Στρατηγικές Αντιμετώπισης
Παρακολούθηση
Η παρακολούθηση του ακουστικού νευρινώματος με μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου και ακουολογικό έλεγχο (ακουόγραμμα), χωρίς κάποια θεραπευτική παρέμβαση, θεωρείται κατάλληλη για ασυμπτωματικά ακουστικά νευρινώματα, που αποτελούν τυχαία ευρήματα (επίπεδο απόδειξης ΙΙΙ, βαθμός σύστασης Γ). Ο στόχος είναι να παρακολουθηθεί τυχόν τάση αύξησης του μεγέθους του ΑΝ ή τυχόν έκπτωση της ακοής, έτσι ώστε να ληφθεί μια ενημερωμένη απόφαση για θεραπεία. Δεν υπάρχουν παράγοντες οι οποίοι μπορούν να προβλέψουν πιο ακουστικό νευρίνωμα θα μεγαλώσει και πιο όχι. Διάφορες μελέτες αναφέρουν την ηλικία, το φύλο, την απώλεια ακοής, το αρχικό μέγεθος, τη θέση του όγκου, κ.α. ως προγνωστικά μελλοντικής ανάπτυξης, αλλά αυτές είναι κυρίως μεμονωμένες μελέτες χαμηλού επιπέδου που δεν αναπαράγονται. Το αναφερόμενο ποσοστό ακουστικών νευρινωμάτων που τελικά μεγαλώνει ποικίλει σημαντικά, με ποσοστά τα οποία στη βιβλιογραφία κυμαίνονται από 30-70%. Γενικά, περίπου το 50% των ακουστικών νευρινωμάτων αναμένεται να μεγαλώσουν σε βάθος πενταετίας. Μελέτες οι οποίες χρησιμοποιούν ογκομέτρηση έχουν δείξει μια μέση αύξηση της διαμέτρου του όγκου κατά 2,9 χιλιοστά/έτος (μέγιστη διάμετρος). Δύο πρόσφατες μελέτες ανέδειξαν ότι το 50% των ασθενών χάνουν την ακοή τους σε βάθος 3-4 ετών.
Τέσσερις μη-τυχαιοποιημένες μελέτες οι οποίες συνέκριναν την παρακολούθηση με την ακτινοχειρουργική (Stereotactic Radiosurgery – SRS) έδειξαν καλύτερο έλεγχο του όγκου με την ακτινοχειρουργική (επίπεδο απόδειξης ΙΙ, βαθμός σύστασης Β). Κάποιες μελέτες ανέδειξαν μικρότερα ποσοστά απώλειας ακοής με ακτινοχειρουργική, ενώ σε άλλες μελέτες δεν παρατηρήθηκαν διαφορες. Δύο μελέτες συνέκριναν την ποιότητα ζωής των ασθενών μετά από 5-7 χρόνια ανάμεσα στις εξής 3 στρατηγικές: παρακολούθηση vs χειρουργική αφαίρεση vs ακτινοχειρουργική. Και οι δύο μελέτες έδειξαν ότι οι ασθενείς οι οποίοι παρακολουθήθηκαν μόνο είχαν καλύτερη ποιότητα ζωής σε σχέση μ’ αυτούς που αντιμετωπίστηκαν. Επιπλεόν, η ακοή και η λειτουργία του προσωπικού νεύρου ήταν καλύτερη στους ασθενείς που παρακολουθήθηκαν, αν και η διαφορά αυτή ήταν εμφανής μόνο συγκρίνοντας τους ασθενείς οι οποίοι παρακολουθήθηκαν με αυτούς που χειρουργήθηκαν. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι στους ασθενείς που παρακολουθήθηκαν, ο όγκος παρέμεινε σταθερός. Αυτό από τη μία αποτελεί συγχυτικό παράγοντα (bias), από την άλλη όμως δείχνει πόσο σημαντικό είναι η ένδειξη για θεραπεία να μπαίνει με προσοχή.
Χειρουργείο
Η ένδειξη για χειρουργική αντιμετώπιση του ακουστικού νευρινώματος πρέπει να λαμβάνει υπόψη το μέγεθος και τη μορφολογία του όγκου τη στιγμή της διάγνωσης, καθώς επίσης τα συμπτώματα του ασθενούς, τη γενική του κατάσταση και τις προτιμήσεις του. Υπάρχουν πολλές κατατάξεις για τα ακουστικά νευρινώματα, οι οποίες βοηθούν στις αποφάσεις. Από αυτές, η κατάταξη κατά Koos είναι η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη.
Η κατάταξη κατά Koos |
Koos Grade | Περιγραφή Όγκου |
I | Μικρός ενδοκαναλικός όγκος (δηλ. εντός του έσω ακουστικού πόρου) |
II | Μικρός όγκος, με μικρό κομμάτι εντός της γεφυροπαρεγκεφαλιδικής δεξαμενής, χωρίς πίεση επί του στελέχους |
III | Όγκος ο οποίος καταλαμβάνει τη γεφυροπαρεγκεφαλιδική γωνία χωρίς πίεση επί του στελέχους |
IV | Μεγάλος όγκος με παρεκτόπιση του στελέχους και των κρανιακών νεύρων |
Για μεγάλους όγκους (Koos IV) το χειρουργείο θεωρείται ως η ενδεδειγμένη θεραπεία προκειμένω να αφαιρεθεί μια μάζα η οποία προκαλεί συμπτώματα ή απειλεί τη ζωή του ασθενούς. Το χειρουργείο θα μπορούσε να είναι επιλογή και για μικρότερους όγκους, όταν υπάρχει κυστική εκφύλιση ή όταν ο στόχος είναι η πλήρης ίαση (επίπεδο αποδείξεων IV, προτεινόμενη τακτική).
Η επιλογή της προσπέλασης εξαρτάται από το επίπεδο ακοής, τα χαρακτηριστικά του όγκου και την εμπειρία και προτιμήσεις του χειρουργού. Φαίνεται ότι η εμπειρία της χειρουργικής ομάδας είναι ένας παράγοντας ο οποίος επηρεάζει σημαντικά το αποτέλεσμα γι’ αυτό προτείνεται τα ακουστικά νευρινώματα να χειρουργούνται σε κέντρα με μεγάλο αριθμό περιστατικών (επίπεδο αποδείξεων IV, προτεινόμενη τακτική). Σε μεγάλες σειρές ασθενών, το ποσοστό χειρουργικής νοσηρότητας αναφέρεται στο 0,5%. Η πιθανότητα διατήρησης της ακοής σε ασθενείς με φυσιολογική ακοή (Gardner-Robertson A) ήταν >50-75% άμεσα μετεγχειρητικά καθώς επίσης και στην 2ετία και 5ετία και >25% στην 10ετία. Παράγοντες που επηρεάζουν τη διατήρηση της ακοής μετά από μικροχειρουργική επέμβαση είναι α) το μέγεθος του ΑΝ να είναι <1 εκ, β) η παρουσία σήματος εγκεφαλονωτιαίου υγρού στο άπω τμήμα του έσω ακουστικού πόρου καθώς επίσης και γ) η ικανοποιητική προεγχειρητική ακοή. Ο κίνδυνος μόνιμης βλάβης του προσωπικού νεύρου κυμαίνεται από 3-46%. Προκειμένω να μειωθεί η πιθανότητα βλάβης του προσωπικού νεύρου είναι απαραίτητος ο νευροφυσιολογικός έλεγχος, ο οποίος θα πρέπει να περιλαμβάνει σωματοαισθητικά προκλητά δυναμικά και παρακολούθηση του προσωπικού νεύρου με νευροδιεγέρτη αλλά και ηλεκτρομυογράφημα (επίπεδο αποδείξεων ΙΙΙ, σύσταση Β). Η εφαρμογή διεγχειρητικού νευροφυσιολογικού ελέγχου του προσωπικού νεύρου οδηγεί σε καλύτερα λειτουργικά αποτελέσματα και μπορεί με ακρίβεια να προβλέψει τη λειτουργία του προσωπικού νεύρου μετά την επέμβαση. Τα ακουστικά προκλητά δυναμικά πρέπει επίσης να εφαρμόζονται όταν ο στόχος είναι η διατήρηση της ακοής (επίπεδο αποδείξεων ΙΙΙ, σύσταση Β). Στην περίπτωση ιδιαίτερα ευμεγέθους όγκου, συνιστάται η χρήση ηλεκτρομυογραφικού ελέγχου των κατώτερων εγκεφαλικών συζυγιών (επίπεδο αποδείξεων IV, προτεινόμενη τακτική).
Ο στόχος της χειρουργικής επέμβασης θα πρέπει να είναι η ολική ή σχεδόν ολική αφαίρεση της βλάβης μια το ποσοστό υπολειμματικού όγκου σχετίζεται με την πιθανότητα υποτροπής (επίπεδο αποδείξεων ΙΙΙ, σύσταση Β). Σε μια μελέτη 116 ασθενών οι οποίοι αντιμετωπίστηκαν με ολική, σχεδόν ολική και υφολική χειρουργική αφαίρεση του ακουστικού νευρινώματός τους, τα ποσοστά υποτροπής ήταν 3,8%, 9,4% και 27,6% αντίστοιχα. Ο μέσος χρόνος μέχρι την υποτροπή ήταν 22 μήνες (από 6 έως 143 μήνες). Σε μια άλλη πρόσφατη μελέτη 103 ασθενών οι οποίοι υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση, οι ασθενείς οι οποίοι είχαν υφολική εξαίρεση του ακουστικού νευρινώματός τους είχαν 13 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα υποτροπής σε σχέση με αυτούς η οποίοι είχαν ολική ή σχεδόν ολική αφαίρεση. Σε μια αναδρομική μελέτη 111 ασθενών οι οποίοι είχαν είτε υφολική είτε σχεδόν ολική αφαίρεση του ΑΝ, οι 7 υποτροπές που παρατηρήθηκαν αφορούσαν όλες ασθενείς στους οποίους ο όγκος είχε αφαιρεθεί μόνο μερικώς. Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι ο κίνδυνος υποτροπής είναι αντίστοιχος του μεγέθους του υπολείμματος. Για μεγαλύτερα ΑΝ, όταν επιχειρείται ολική εξαίρεση, ο χαμηλότερος κίνδυνος υποτροπής θα πρέπει να σταθμίζεται με τον αυξημένο κίνδυνο για βλάβη του προσωπικού νεύρου, μια και ο κίνδυνος βλάβης του προσωπικού νεύρου αυξάνει με το μέγεθος του όγκου.
Γι’ αυτές τις περιπτώσεις, η στρατηγική υφολικής εξαίρεσης σε συνδυασμό με ακτινοχειρουργική του υπολείμματος έχει κερδίσει έδαφος. Με αυτή τη συνδυασμένη στρατηγική, τα αποτελέσματα σ’ ότι αφορά την λειτουργικότητα του προσωπικού νεύρου και τη διατήρηση της ακοής είναι καλύτερα σε σχέση με την ολική αφαίρεση, με παρόμοια ποσοστά υποτροπών. Βέβαια, οι μελέτες ακόμα είναι περιορισμένες και με μικρό αριθμό ασθενών (επίπεδο αποδείξεων IV, προτεινόμενη τακτική). Μετά από σχεδόν ολική ή και υφολική εξαίρεση η παρακολούθηση του υπολείμματος χωρίς περαιτέρω θεραπεία είναι μια δικαιολογημένη τακτική μια και ένα σχετικά μικρό μόνο ποσοστό ασθενών θα εμφανίσει υποτροπη. Παρόλα αυτά, πρέπει να σημειωθεί ότι ο κίνδυνος αυτός αυξάνει όσο μεγαλύτερο είναι το κομμάτι το οποίο παραμένει μέσα.
Σε περιπτώσεις υποτροπής μετά από ακτινοχειρουργική, τόσο η επέμβαση όσο και η επανακτινοβόληση παραμένουν πιθανές λύσεις. Στην περίπτωση επέμβασης όμως, ο κίνδυνος βλάβης του προσωπικού νεύρου όταν έχει προηγηθεί ακτινοβολία είναι αυξημένος και χρειάζεται καλή χειρουργική τεχνική και προσοχή προκειμένω να μην επισυμβεί βλάβη του προσωπικού νεύρου (επίπεδο αποδείξεων IV, προτεινόμενη τακτική). Σε περιπτώσεις υποτροπής μετά απο επέμβαση προτιμάται η ακτινοχειρουργική γιατί ο κίνδυνος βλάβης του προσωπικού νεύρου σε επανεπέμβαση υψηλότερος με το χειρουργείο απ’ ότι με την ακτινοβόληση (επίπεδο αποδείξεων IΙΙ, σύσταση Γ).
Οι παρακάτω χειρουργικές προσπελάσεις είναι οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενες:
Η υπινιακή οπισθοσιγμοειδική (οπισθομαστοειδική) προσπέλαση προτιμάται συνήθως από τους νευροχειρουργούς και ενδείκνυται για όγκους οι οποίοι εντοπίζονται στη γεφυροπαρεγκεφαλιδική γωνία ή/και έχουν σημαντική χωροκατακτητική δράση. Επιτρέπει την αφαίρεση όγκων διαφόρων μεγεθών καθώς επίσης και τη δυνατότητα διατήρησης της ακοής. Δίνει τη δυνατότητα πολυ καλού ελέγχου του στελέχους, των κρανιακών νεύρων και των αγγείων, αλλά μειωμένη πρόσβαση εντός του έσω ακουστικού πόρου. Η επέμβαση μπορεί να γίνει με τον ασθενή σε οριζόντια ή καθιστή θέση. Παρόλο που υπάρχουν μικρές αναδρομικές μελέτες οι οποίες αναφέρουν καλύτερα αποτελέσματα με την ημικαθιστή θέση, τα υπάρχοντα δεδομένα δεν υποστηρίζουν κάποια συγκεκριμένη τοποθέτηση του ασθενούς (επίπεδο αποδείξεων IV, προτεινόμενη τακτική).
Η διαλαβυρινθική προσπέλαση συνήθως προτιμάται από ωτορινολαρυγγολόγους (ΩΡΛ) και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για όγκους όλων των μεγεθών. Η λαβυρινθεκτομή οδηγεί σε πλήρη απώλεια της λειτουργικότητας του έσω ωτός και ως εκ’ τούτου δεν ενδείκνυται σε ασθενείς στους οποίους είναι επιθυμητή η διατήρηση της ακοής. Έχει το πλεονέκτημα ότι δεν απαιτείται έλξη της παρεγκεφαλίδας ή του κροταφικού λοβού του εγκεφάλου και προσφέρει επιπλέον πλήρη αποκάλυψη του προσωπικού νεύρου, από το στέλεχος έως την είσοδο του στον πόρο του προσωπικού νεύρου (φαλλοπιανό κανάλι).
Η προσπέλαση δια του μέσου κρανιακού βόθρου μπορεί να εφαρμοστεί σε ασθενείς με μικρούς όγκους οι οποίοι θέλουν να διατηρήσουν την ακοή τους. Η προσπέλαση αυτή απαιτεί κροταφική κρανιοτομία και εξωμηνιγγική παρασκευή έως την τοξοειδή ακρολοφία.
Συνολικά, δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα τα οποία να υποστηρίζουν τη μία προσπέλαση έναντι της άλλης. Η προσπέλαση θα πρέπει να επιλέγεται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του όγκου και την εμπειρία του χειρουργού.
Ακτινοχειρουργική και Ακτινοθεραπεία
Η ακτινοχειρουργική είναι η εφαρμογή υψηλής δόσης ακτινοβολίας με μεγάλη ακρίβεια σε μία συνεδρία και χρησιμοποιείται συνήθως για μικρού και μεσαίου μεγέθους ακουστικά νευρινώματα. Η ακτινοχειρουργική μπορεί να εφαρμοστεί με μηχανήματα όπως το GammaKnife ή το Cyberknife με δόσεις από 11 έως 14 Gy. Η κλασματοποιήση της ακτινοβολίας είναι επίσης δυνατή. Το αν αυτό ακόμα αποτελεί «ακτινοχειρουργική» είναι κάτι που στην Ευρώπη παραμένει προς συζήτηση. Σε περίπτωση μεγαλύτερων όγκων η κλασματοποίηση είναι απαραίτητη. Δεν υπάρχουν συγκριτικά δεδομένα ανάμεσα στο Gammaknife και τους γραμμικούς επιταχυντές (LINAC).
Πέντε προοπτικές μελέτες χωρίς τυχαιοποίηση έδειξαν ότι η ακτινοχειρουργική είναι ανώτερη της χειρουργικής επέμβασης για ασθενεις με ακουστικό νευρίνωμα <3 εκ, σ’ ότι αφορά την διατήρηση της ακοής και τη λειτουργία του προσωπικού νεύρου (επίπεδο αποδείξεων ΙΙ). Γενικά, όγκοι οι οποίοι πιέζουν το στέλεχος (Koos σταδίου IV) θεωρούνται αντένδειξη για ακτινοχειρουργική, όμως δεν υπάρχει σαφές όριο σ’ ότι αφορά στο μέγεθος του όγκου (επίπεδο αποδείξεων IV, προτεινόμενη τακτική).
Σύγχρονες μελέτες ακτινοχειρουργικής με Gammaknife και δόσεις ανάμεσα σε 12 και 14 Gy αναφέρουν ποσοστό ελέγχου του όγκου στη πενταετία της τάξης του 90-99%, ποσοστά διατήρησης της ακοής 41-79%, ποσοστά διατήρησης της λειτουργίας του προσωπικού νεύρου 95-100% και του τριδύμου νεύρου 79-99%. Πολλοί μελετητές αναφέρουν ότι ο πιο σημαντικός παράγοντας διατήρησης της ακοής είναι τα επίπεδα ακοής πριν τη θεραπεία. Σε μια πρόσφατη μελέτη ανασκόπησης αναφέρονται σημαντικά ποσοστά επιδείνωσης της ακοής μετά από ακτινοχειρουργική ακόμα και σε ασθενείς με καλά επίπεδα ακοής: η πιθανότητα διατήρησης της ακοής μετά τη θεραπεία με ακτινοχειρουργική ήταν >75-100% στη διετία, >50-75% στην πενταετία και >25-50% στη δεκαετία. Τα ποσοστά στην πενταετία και διετία ήταν αντίστοιχα και για τους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση, όμως στην περίπτωση του χειρουργείου είναι πιθανό να πρόκειται για μικρούς όγκους όπου ο ασθενής είχε ακόμα ακοή.
Η δόση ακτινοβολίας που προσλαμβάνει ο κοχλίας ίσως είναι σημαντικός παράγοντας για την ακοή. Η σύσταση είναι να χρησιμοποιείται ακτινοβολία 11-14 Gy στα όρια του κοχλία και 11-12 Gy όταν η διατήρηση ακοής είναι σημαντική (επίπεδο αποδείξεων ΙΙΙ, σύσταση επιπέδου Γ).
Δεν υπαρχουν προοπτικές, τυχαιοποιημένες μελέτες που να συγκρίνουν την ακτινοθεραπεία με την ακτινοχειρουργική. Έξι μή-τυχαιοποιημένες μελέτες βρήκαν ότι τα ποσοστά διατήρησης της ακοής ήταν παρόμοια, όμως ο κίνδυνος πάρεσης του προσωπικού και του τρίδυμου νεύρου με ακτινοθεραπεία ήταν μεγαλύτερος απ’ ότι με ακτινοχειρουργική.
Σ’ ότι αφορά την πιθανότητα κακοήθους εξαλλαγής του ακουστικού νευρινώματος μετά από ακτινοθεραπεία, τα δεδομένα είναι περιορισμένα. Το ερώτημα προσπάθησε να απαντήσει μια αναδρομική μελέτη η οποία χρησιμοποιήσε στοιχεία από την βάση δεδομένων SEER. Η πιθανότητα κακοήθους όγκου του ακουστικού νεύρου ήταν 0,017/εκατομμύριο πληθυσμού ανά έτος. Αναλογικά, παρουσιάστηκαν 1041 καλοήθη ακουστικά νευρινώματα για κάθε 1 κακοήθη όγκο του ακουστικού νεύρου. Σε μια μεγάλη αναδρομική μελέτη, ο Pollock δε βρήκε ούτε μια περίπτωση κακοήθους εξαλλαγής μετά απο ακτινοθεραπεία, ενώ ο Maducdoc βρήκε 8 περιστατικά, 4 μετά από ακτινοβολία και 4 μετά από χειρουργική επέμβαση.
Πολλές μελέτες αναφέρουν την προσωρινή αύξηση του μεγέθους του ακουστικού νευρινώματος μετά από ακτινοχειρουργική, για χρονικό διάστημα έως και 3 έτη. Το φαινόμενο παρατηρείται έως και στο 30% των περιπτώσεων και ονομάζεται «ψευδοπρόοδος» (pseudoprogression) και δεν είναι αρνητικός προγνωστικός παράγοντας. Για αυτό το λόγο συνιστούμε κλινική και απεικονιστική παρακολούθηση με μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου τουλάχιστον σε ετήσια βάση (επίπεδο αποδείξεων IV, προτεινόμενη τακτική).
Φαρμακοθεραπεία
Δεν υπάρχουν δεδομένα επιπέδου Ι που να υποστηρίζουν τη φαρμακοθεραπεία για τα ακουστικά νευρινώματα. Ακόμα και τα δεδομένα επιπέδου ΙΙ που υπάρχουν είναι καθολικά αποδεκτά μόνο για ασθενείς με νευρινωμάτωση τύπου ΙΙ. Ως θεραπευτικές επιλογές, η χειρουργική επέμβαση και η ακτινοθεραπεία έχουν προτεραιότητα.
Το φάρμακο bevacizumab (Avastin) έχει χρησιμοποιηθεί με επιτυχία σε ασθενείς με ΑΝ στα πλαίσια νευρινωμάτωσης τύπου ΙΙ. Οι ασθενείς παρατήρησαν βελτίωση της ακοής τους και αντικειμενική (>20%) μείωση του μεγέθους του όγκου. Σε μια προοπτική πολυκεντρική μελέτη με 14 ασθενείς με NF2 οι οποίοι έλαβαν Bevacizumab 7,5mg/kg σωματικού βάρους κάθε 3 εβδομάδες, παρατηρήθηκε βελτίωση της ακοής στο 36% των ασθενών, ενώ κανένας ασθενής δεν παρουσίασε επιδείνωση για χρονικό διάστημα 12 εβδομάδων. Το 43% των ασθενών (6/14) παρουσίασαν μείωση του όγκου του ακουστικού νευρινώματος σε ποσοστό μεγαλύτερο του 20%. Ως εκ’ τούτου, το bevacizumab είναι μια πιθανή θεραπευτική επιλογή σε ασθενείς με νευρινωμάτωση τύπου ΙΙ (επίπεδο αποδείξεων ΙΙ, σύσταση επιπέδου Β).
Aναστολείς των υποδοχέων του επιδερμιδικού αυξητικού παράγοντα (EGFR) όπως πχ το φάρμακο erlotinib, ή του της οδού Erb2 όπως το lapatinib δε φάνηκε να έχουν αποτέλεσμα.
Παρομοίως, μικρή μελέτη με τον αναστολέα της οδού mTOR everolimus δεν έδειξε θετικά αποτελέσματα.